ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ
Το Πάσχα (Πασκαλιά, Λαμπρή, Λαμπροφόρα, Καλολόγος) στολίζεται η εκκλησία με κορδέλες και δεντρολίβανο. Οι πιστοί παλιότερα έσβηναν τη φωτιά στα σπίτια τους και με το χτύπημα της καμπάνας ή τη φωνή του καντηλανάφτη πήγαιναν στην εκκλησία. ’Επαιρναν μαζί τους και αβγά κόκκινα για να διαβαστούν. Με αυτά έκαναν το Χριστός Ανέστη. Ήταν τα αβγά του Καλού Λόγου. Μετά την Ανάσταση το νυχτερινό γεύμα είναι ελαφρύ για να μη «βαρυστομαχιάσουν» μετά από την νηστεία. O πασχαλινός αμνός στη σούβλα, ή γεμιστός με ρύζι, κουκουνάρια και σταφίδες στο φούρνο, είναι απαραίτητος σε κάθε σπίτι.
Κατά τη Δεύτερη Ανάσταση (Αγάπη, Διπλανάσταση, Αποκερασά), η οποία γίνεται το απομεσήμερο της Κυριακής, παλαιότερα γινόταν ευλόγηση του νωπού τυριού, της γιαούρτης κ.λπ. και διανομή στους εκλησιαζομένους. Ακολουθούσαν οι τελετουργικοί χοροί στους οποίους πρωτοχορεύει ο ιερέας και ακολουθούν κατά φύλο και ηλικία οι υπόλοιποι. Στην Ήπειρο επισκέπτονταν το νεκροταφείο και χόρευαν γύρω από τους τάφους στους οποίους άφηναν κόκκινα αβγά. Αλλού ο χορός συνοδευόταν από αγωνίσματα (πήδημα, τρέξιμο, λιθάρι, πάλη με βραβεία. Στην περιοχή της Θράκης κατασκεύαζαν κούνια και κουνιώνταν όλοι για να φύγουν οι αρρώστιες και ζυγίζονταν για να διαπιστώσουν αν «φύραναν» κατά τη διάρκεια της χρονιάς. «Τη Λαμπρή θα φορέσουν όλοι καινούργια, πρέπει να βάνουν κάποιο καινούργιο σκουτί, για να μην τους πειράξη ο βρικόλακας» (Κορώνη).
Κεριά, λαμπάδες, φως της Ανάστασης
Το φως που παράγεται με το άναμμα της φωτιάς ή του λύχνου ή των κεριών στάθηκε πάντοτε πολύτιμο για τον άνθρωπο και η παρουσία του θεωρήθηκε ευεργετική σε πρακτικό και συμβολικό επίπεδο. Έτσι κατά τη διάρκεια της Μεγάλης εβδομάδας ανάβονται φωτιές, εξαγνιστικές και καθαρτήριες αλλά και ευπρόσδεκτα φωτιστικές και θερμαντικές τις ανοιξιάτικες νύχτες, δωρίζονται κεριά-λαμπάδες από τους αναδόχους στα πνευματικά τους παιδιά (βαφτιστήρια) ή από τους αρραβωνιασμένους νέους στη μνηστή τους και γενικά χρησιμοποιούνται πολύ από τους πιστούς.
Από την Μ. Πέμπτη ως το Πάσχα ανάβονται φωτιές με ξύλα, τα οποία αφαιρούν τα παιδιά από τις αυλές. Σε πολλές περιοχές του ελληνικού χώρου, και όσο διαβάζονται στην εκκλησία τα Δώδεκα Ευαγγέλια ανάβονται με χοντρούς κορμούς πεύκων φωτιές, οι καλαφουνοί ή λαμπρατζία (Κύπρος). Τα παιδιά, που πρωταγωνιστούν στο άναμμά τους, πηδούν πάνω από τη φλόγα και καίνε το μάρτη τους, την κόκκινη κλωστή που έδεναν στο χέρι την πρώτη του Μάρτη για να μην τα μαυρίσει ο ήλιος. Αλλού την ίδια μέρα μαζεύουν από τα σπίτια ξύλα για να ανάψουν την επομένη φωτιά για να κάψουν τον Ιούδα. Ανάλογες συνήθειες σε άλλες περιοχές αποσκοπούν στην καταπολέμηση των ψύλλων, των κοριών και άλλων επιβλαβών ή ενοχλητικών ζωυφίων. Ανάλογες φωτιές, πολύ γνωστές στον Ελληνικό χώρο είναι οι φωτιές του Αι Γιάννη του Λιοτροπιού, στις 24 Ιουνίου. Την ίδια συνήθεια είχαν και όλοι σχεδόν οι ευρωπαϊκοί και βαλκανικοί λαοί. Την διάδοση των σχετικών εθίμων απαγορεύει η εν Τρούλλω έκτη Οικουμενική Σύνοδος (680 μ. Χ.) «τας εν ταις νουμηνίαις υπό τινων προ των οικείων εργαστηρίων ή οίκων αναπτομένας πυράς, ας και υπεράλλεσθαί τινες κατά τι έθος αρχαίον επιχειρούσιν, από του παρόντος καταργηθήναι προστάσσομεν. Όστις ουν τοιούτό τι πράξει αφοριζέσθω». Παρά τις απαγορεύσεις οι φωτιές του Αι Γιάννη του Φανιστή (από το φανός = φωτιά μεγάλη με φλόγα και οι της Μ. Πέμπτης καλαφουνοί=καλοφανοί), εξακολούθησαν να τελούνται διαμέσου των αιώνων, σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες, μέχρι και σήμερα με χαρακτήρα καθαρτήριο, αποτρεπτικό των ασθενειών και αλεξιτήριο των διαφόρων κακών, θερμαντικό αλλά και επικοινωνιακό.
Τα κεριά του επιταφίου, κίτρινου χρώματος, καθώς και αυτά που καίνε στο σταυρό την Μ. Πέμπτη και Μ. Παρασκευή στον επιτάφιο, τα μοιράζονταν μεταξύ τους οι οικογένειες, πληρώνοντας ένα ποσόν στην εκκλησία και τα κρατούσαν στο εικονοστάσι. Όταν έβρεχε ή άστραφτε ή έρριχνε χαλάζι άναβαν το κερί και πίστευαν ότι σταματούσε. Κυρίως όμως το κερί το έπαιρναν μαζί τους οι ναυτικοί στο ταξίδι για να απομακρύνουν τις θύελλες.
Οι λαμπάδες της Ανάστασης δώρο του νονού προς τα βαφριστήρια ή του αρραβωνιαστικού προς την μνηστή του ήταν λευκού χρώματος στολισμένη με λουλούδια και κορδέλες. Σήμερα οι λαμπάδες αποτελούν ένα εμπορικό είδος, πάνω στο οποίο προσαρτούν ποικίλα αντικείμενα του συρμού. Ωστόσο ο κύριος συμβολισμός του δώρου, μεταξύ ατόμων με συγκεκριμένη σχέση, όπως αυτή του αναδόχου προς τον αναδεκτό, ως πηγής φωτός εξακολουθεί να ισχύει.
Τη νύχτα της Ανάστασης ένας επίτροπος παίρνει μια σκλίδα (καλάμι βρίζας) αγιασμένη από τον αγιασμό των Φώτων, ανεβαίνει στο καμπαναριό ψηλά και την ανάβει. Ο τόπος γύρω που θα δει το φως αυτό δεν φοβάται από χαλάζι (Φθιώτιδα). Σε αλλες περιοχές (Αγραφα π.χ.) ανάβουν φωτιές στα υψώματα των χωριών τη νύχτα της Αναστάσεως και καίνε τον φανό.
Όταν ο ιερέας και σήμερα λέγει το «δεύτε λάβετε φως» όλοι σπεύδουν να λάβουν πρώτοι το φως και να το μεταδώσουν στους άλλους. Το θεωρούν καλό για τη χρονιά εκείνη. Το φως κρατούν αναμμένο μέχρι να φθάσουν στο σπίτι και με τη φλόγα σταυρώνουν το ανώφλι της πόρτας για την προστασία του σπιτιού. Με το ίδιο φως ανάβουν το καντήλι του εικονοστασίου, το οποίο συντηρούν αναμμένο τρεις μέρες. Το φως αυτό θεωρείται θαυματουργό, επειδή προέρχεται από τον Αγιο Τάφο, αφού μοιράζεται στους ναούς από το Σάββατο. Με αυτό οι ιερείς ανάβουν το ακοίμητο καντήλι στην Αγία Τράπεζα. Το καντήλι αυτό είναι το μόνο που μένει αναμμένο πριν από την Ανάσταση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου