Ο Μαραθώνιος Δρόμος είναι αγώνας αντοχής δρόμου κάλυψης επίσημης
απόστασης 42,195 χιλιομέτρων (26,219 μίλια), που περιλαμβάνεται στα
σύγχρονα ολυμπιακά αθλήματα.
Ο αγώνας ονομάζεται έτσι από την ιστορική διαδρομή του Αθηναίου στρατιώτη ημεροδρόμου Φειδιππίδη που μετά τη μάχη του Μαραθώνα (490 π.χ) έτρεξε από το πεδίο της μάχης στην Αθήνα για να μεταφέρει τα νικητήρια νέα με τη λέξη "νενικήκαμεν".
Η ιστορική ακρίβεια αυτού του γεγονότος επιβεβαιώνεται από τον Φιλόστρατο, που αναφέρεται στο θεσμό των στρατιωτών ημεροδρόμων αγγελιαφόρων, τον Ηρόδοτο, τον Πλούταρχο και τον Λουκιανό.
Γέννηση του Μαραθωνίου
Στην αρχαιότητα δεν υπήρχε ως άθλημα "μαραθώνιος δρόμος", αλλά και ούτε είχε θεσμοθετηθεί κάτι παρόμοιο. Η ιδέα της γέννησης αυτού του αθλήματος και η ένταξή του στους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες οφείλεται στον Γάλλο γλωσσολόγο και ελληνιστή Michel Breal φίλο του Πιέρ ντε Κουμπερτέν που πρότεινε κατά την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896 στην Αθήνα "την επανάληψη του διάσημου εκείνου δρόμου που εξετέλεσε ο στρατιώτης του Μαραθώνος".
Μάλιστα λέγεται για τον Μ. Breal, πως αν και είχε ασχοληθεί με τη συγγραφή βιβλίων με θέματα από την Ελληνική Μυθολογία και την αρχαία ελληνική ιστορία, αρχικά όταν έκανε την παραπάνω πρόταση δεν γνώριζε πόση ήταν στην πραγματικότητα η απόσταση αυτή. Όταν όμως ενημερώθηκε ότι αυτή ήταν περίπου 40 χλμ. προσπάθησε να υπαναχωρήσει πλην όμως ήταν αργά, το αγώνισμα είχε ήδη συμπεριληφθεί στο επίσημο πρόγραμμα των αγώνων εκείνων και είχε σταλεί σε διάφορες χώρες. Τελικά προσφέρθηκε να αθλοθετήσει ο ίδιος το νέο αυτό αγώνισμα, για το οποίο και ο εθνικός ευεργέτης Γεώργιος Αβέρωφ αθλοθέτησε κύπελλο.
Έτσι ο Μαραθώνιος κατέστη ένα από τα πρώτα σύγχρονα ολυμπιακά αθλήματα των αγώνων του 1896, του οποίου η συναρπαστική ιστορία ξεκινά στις 10 Μαρτίου του 1896 (π.η.) όπου στην Αθήνα διεξάχθηκαν οι πανελλήνιοι προκριματικοί του αγωνίσματος για τον καθορισμό των πρώτων έξι αθλητών που θα λάμβαναν μέρος στου επίσημους Ολυμπιακούς τον επόμενο μήνα. Αφέτης του προκριματικού εκείνου αγώνα ήταν ο ταγματάρχης Παπαδιαμαντόπουλος. Μετείχαν 38 δρομείς και οι τρεις πρώτοι νικητές ήταν:
Ο Πρώτος επίσημος Ολυμπιακός Μαραθώνιος διεξήχθη την 5η ημέρα των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896, των πρώτων από της αναβίωσής τους, στις 29 Μαρτίου του 1896 ημέρα Παρασκευή. Αφετηρία ήταν ο Τύμβος του Μαραθώνα και ακολουθώντας την πιθανότερη και ασφαλή κατά τους ιστορικούς διαδρομή, δηλαδή διαδρομή Βρανά - Εκάλη - Κηφισιά - Ψυχικό - Αθήνα (λεωφόρο Κηφισίας) - Ηρώδου Αττικού, τερμάτισε εντός του Παναθηναϊκού Σταδίου, η ανέγερση του οποίου είχε σχεδόν ολοκληρωθεί, που ήταν κατάμεστο από κόσμο.
Κατά τη διαδρομή υπήρξαν πολλές αλλαγές στη θέση των πρώτων δρομέων. Στα πρώτα 10 χιλιόμετρα προηγούνταν σαφώς οι ξένοι δρομείς Λερμουσό (Lermusiau), Φλακ (Flack) και Μπλαίηκ (Blake), μετά όμως από τα 20 χλμ. που αποτελούσε το μέσο της διαδρομής άρχισαν οι Έλληνες δρομείς Βασιλάκος, Λούης και Μπελόκας να αναπτύσσουν την ταχύτητά τους. Στο 23ο χλμ. ο Μπλαίηκ δεν αντέχει άλλο και εγκαταλείπει τον αγώνα. Στο 32ο χλμ ο Λερμουζό παράπεσε χάνοντας πολύτιμο χρόνο, ενώ λίγο μετά εγκαταλείπει και ο Φλακ, οπότε και τέθηκαν στην αρχή του αγώνα ο Λούης ακολουθούμενος από τον Βασιλάκο.
Σύμφωνα με αφήγηση του Βασιλάκου, ως το Σταυρό της Αγ. Παρασκευής έτρεχαν μαζί με το Λούη, αλλά εκεί τους εγκατέλειψαν οι συνοδοί αξιωματικοί και έσπευσαν στον Στάδιο. Τότε πολλοί χωρικοί, συντοπίτες του Λούη, οι οποίοι παρακολουθούσαν άρχισαν να τον επευφημούν και στη συνέχεια τον ακολούθησαν με άλογα, κάρα και ποδήλατα εμποδίζοντας τον Βασιλάκο να προσπεράσει: "οι παριστάμενοι χωρικοί ηκολούθησαν τον Λούη ενθαρρύνοντες αυτόν. Κατόπιν τον ηκολούθησαν άμαξαι, κάρρα, ποδήλατα, ίπποι κτλ. Εγώ δεν έσπευσα να διασχίσω το πλήθος δια να τον νικήσω ή να τον συναγωνισθώ και κατ' ανάγκην παρέμεινα όπισθεν του πλήθους."[1]
Όταν ιππέας αγγελιαφόρος φτάνει στο Στάδιο και αναγγέλλει «προηγείται Έλλην» ακολούθησε παραλήρημα. Ο τότε διάδοχος Κωνσταντίνος σπεύδει και αναμένει τον πρώτο δρομέα στη συμβολή των οδών Λ. Κηφισίας (όπως λέγονταν τότε τη Βασιλίσσης Σοφίας) και Ηρώδου Αττικού όπου καταφθάνει ο Σπύρος Λούης τον οποίο και συνοδεύει τιμητικά μέχρι το τέρμα εντός του Σταδίου.
Η είσοδος του Λούη στο Στάδιο ξεσήκωσε όλους τους θεατές που όρθιοι παραληρούσαν και ζητωκραύγαζαν ρυθμικά το επίθετό του όπου και τερματίζει με χρόνο 2 ώρες, 58΄ και 50΄΄, ενώ δεύτερος εισήλθε στο Στάδιο, μόλις μετά επτά λεπτά, ο Χαρίλαος Βασιλάκος τερματίζοντας σε χρόνο 3 ώρες, 06΄ και 30΄΄.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1896 έζησαν εκείνη την ημέρα την σπουδαιότερη στιγμή. Απευθυνόμενος ο Πιέρ ντε Κουμπερτέν στο Σπύρο Λούη του είπε «Σήμερα έγραψες ιστορία».
Διαβάστε περισσότερα ΕΔΩ
Ο αγώνας ονομάζεται έτσι από την ιστορική διαδρομή του Αθηναίου στρατιώτη ημεροδρόμου Φειδιππίδη που μετά τη μάχη του Μαραθώνα (490 π.χ) έτρεξε από το πεδίο της μάχης στην Αθήνα για να μεταφέρει τα νικητήρια νέα με τη λέξη "νενικήκαμεν".
Η ιστορική ακρίβεια αυτού του γεγονότος επιβεβαιώνεται από τον Φιλόστρατο, που αναφέρεται στο θεσμό των στρατιωτών ημεροδρόμων αγγελιαφόρων, τον Ηρόδοτο, τον Πλούταρχο και τον Λουκιανό.
Γέννηση του Μαραθωνίου
Στην αρχαιότητα δεν υπήρχε ως άθλημα "μαραθώνιος δρόμος", αλλά και ούτε είχε θεσμοθετηθεί κάτι παρόμοιο. Η ιδέα της γέννησης αυτού του αθλήματος και η ένταξή του στους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες οφείλεται στον Γάλλο γλωσσολόγο και ελληνιστή Michel Breal φίλο του Πιέρ ντε Κουμπερτέν που πρότεινε κατά την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896 στην Αθήνα "την επανάληψη του διάσημου εκείνου δρόμου που εξετέλεσε ο στρατιώτης του Μαραθώνος".
Μάλιστα λέγεται για τον Μ. Breal, πως αν και είχε ασχοληθεί με τη συγγραφή βιβλίων με θέματα από την Ελληνική Μυθολογία και την αρχαία ελληνική ιστορία, αρχικά όταν έκανε την παραπάνω πρόταση δεν γνώριζε πόση ήταν στην πραγματικότητα η απόσταση αυτή. Όταν όμως ενημερώθηκε ότι αυτή ήταν περίπου 40 χλμ. προσπάθησε να υπαναχωρήσει πλην όμως ήταν αργά, το αγώνισμα είχε ήδη συμπεριληφθεί στο επίσημο πρόγραμμα των αγώνων εκείνων και είχε σταλεί σε διάφορες χώρες. Τελικά προσφέρθηκε να αθλοθετήσει ο ίδιος το νέο αυτό αγώνισμα, για το οποίο και ο εθνικός ευεργέτης Γεώργιος Αβέρωφ αθλοθέτησε κύπελλο.
Έτσι ο Μαραθώνιος κατέστη ένα από τα πρώτα σύγχρονα ολυμπιακά αθλήματα των αγώνων του 1896, του οποίου η συναρπαστική ιστορία ξεκινά στις 10 Μαρτίου του 1896 (π.η.) όπου στην Αθήνα διεξάχθηκαν οι πανελλήνιοι προκριματικοί του αγωνίσματος για τον καθορισμό των πρώτων έξι αθλητών που θα λάμβαναν μέρος στου επίσημους Ολυμπιακούς τον επόμενο μήνα. Αφέτης του προκριματικού εκείνου αγώνα ήταν ο ταγματάρχης Παπαδιαμαντόπουλος. Μετείχαν 38 δρομείς και οι τρεις πρώτοι νικητές ήταν:
- Πρώτος ο Χ. Βασιλάκος (ελεύθερης συμμετοχής) που πέτυχε χρόνο 3 ώρες και 18 πρώτα λεπτά.
- Δεύτερος ο Ν. Μπελόκας (αθλητής του Πανελληνίου) με χρόνο 3 ώρες και 21 πρώτα λεπτά και
- Τρίτος ο Δ. Δεληγιάννης (επίσης αθλητής του Πανελληνίου) με χρόνο 3 ώρες και 33 πρώτα λεπτά.
- Πρώτος ο Δ. Δεληγιάννης με χρόνο 3 ώρες και 3 λεπτά
- Δεύτερος ο Αυστραλός Έντγουϊν Φλακ
- Τρίτος ο Ν. Μπελόκας, ....7ος ο Χ. Βασιλάκος και 17ος ο Σπύρος Λούης με 3 ώρες και 22΄.
Ο Πρώτος επίσημος Ολυμπιακός Μαραθώνιος διεξήχθη την 5η ημέρα των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896, των πρώτων από της αναβίωσής τους, στις 29 Μαρτίου του 1896 ημέρα Παρασκευή. Αφετηρία ήταν ο Τύμβος του Μαραθώνα και ακολουθώντας την πιθανότερη και ασφαλή κατά τους ιστορικούς διαδρομή, δηλαδή διαδρομή Βρανά - Εκάλη - Κηφισιά - Ψυχικό - Αθήνα (λεωφόρο Κηφισίας) - Ηρώδου Αττικού, τερμάτισε εντός του Παναθηναϊκού Σταδίου, η ανέγερση του οποίου είχε σχεδόν ολοκληρωθεί, που ήταν κατάμεστο από κόσμο.
Κατά τη διαδρομή υπήρξαν πολλές αλλαγές στη θέση των πρώτων δρομέων. Στα πρώτα 10 χιλιόμετρα προηγούνταν σαφώς οι ξένοι δρομείς Λερμουσό (Lermusiau), Φλακ (Flack) και Μπλαίηκ (Blake), μετά όμως από τα 20 χλμ. που αποτελούσε το μέσο της διαδρομής άρχισαν οι Έλληνες δρομείς Βασιλάκος, Λούης και Μπελόκας να αναπτύσσουν την ταχύτητά τους. Στο 23ο χλμ. ο Μπλαίηκ δεν αντέχει άλλο και εγκαταλείπει τον αγώνα. Στο 32ο χλμ ο Λερμουζό παράπεσε χάνοντας πολύτιμο χρόνο, ενώ λίγο μετά εγκαταλείπει και ο Φλακ, οπότε και τέθηκαν στην αρχή του αγώνα ο Λούης ακολουθούμενος από τον Βασιλάκο.
Σύμφωνα με αφήγηση του Βασιλάκου, ως το Σταυρό της Αγ. Παρασκευής έτρεχαν μαζί με το Λούη, αλλά εκεί τους εγκατέλειψαν οι συνοδοί αξιωματικοί και έσπευσαν στον Στάδιο. Τότε πολλοί χωρικοί, συντοπίτες του Λούη, οι οποίοι παρακολουθούσαν άρχισαν να τον επευφημούν και στη συνέχεια τον ακολούθησαν με άλογα, κάρα και ποδήλατα εμποδίζοντας τον Βασιλάκο να προσπεράσει: "οι παριστάμενοι χωρικοί ηκολούθησαν τον Λούη ενθαρρύνοντες αυτόν. Κατόπιν τον ηκολούθησαν άμαξαι, κάρρα, ποδήλατα, ίπποι κτλ. Εγώ δεν έσπευσα να διασχίσω το πλήθος δια να τον νικήσω ή να τον συναγωνισθώ και κατ' ανάγκην παρέμεινα όπισθεν του πλήθους."[1]
Όταν ιππέας αγγελιαφόρος φτάνει στο Στάδιο και αναγγέλλει «προηγείται Έλλην» ακολούθησε παραλήρημα. Ο τότε διάδοχος Κωνσταντίνος σπεύδει και αναμένει τον πρώτο δρομέα στη συμβολή των οδών Λ. Κηφισίας (όπως λέγονταν τότε τη Βασιλίσσης Σοφίας) και Ηρώδου Αττικού όπου καταφθάνει ο Σπύρος Λούης τον οποίο και συνοδεύει τιμητικά μέχρι το τέρμα εντός του Σταδίου.
Η είσοδος του Λούη στο Στάδιο ξεσήκωσε όλους τους θεατές που όρθιοι παραληρούσαν και ζητωκραύγαζαν ρυθμικά το επίθετό του όπου και τερματίζει με χρόνο 2 ώρες, 58΄ και 50΄΄, ενώ δεύτερος εισήλθε στο Στάδιο, μόλις μετά επτά λεπτά, ο Χαρίλαος Βασιλάκος τερματίζοντας σε χρόνο 3 ώρες, 06΄ και 30΄΄.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1896 έζησαν εκείνη την ημέρα την σπουδαιότερη στιγμή. Απευθυνόμενος ο Πιέρ ντε Κουμπερτέν στο Σπύρο Λούη του είπε «Σήμερα έγραψες ιστορία».
Διαβάστε περισσότερα ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου