Μάιος. Πιστεύεται ότι πήρε το όνομά του από την μητέρα του Ερμή, τη Μαία. Απεικονίζεται με ένα νέο άνδρα που φέρει στο κεφάλι καλάθι γεμάτο λουλούδια. Ο λαός μας, συσχετίζοντας παρετυμολογικά το όνομα του Μαΐου με τα μάγια, τον θεωρεί μαγεμένο μήνα. Ο μήνας των λουλουδιών και της βλάστησης. Οι Αγραφιώτες τον ονομάζουν «χαλαζά» και οι Τήνιοι «βροχάρη». Οι Θρακιώτες ονομάζουν τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο «Τριαντάφυλλα», γιατί το κυριότερο από τα λουλούδια του Μάη είναι το τριαντάφυλλο. Στη Μακεδονία ονομάζεται «Κερασάρης», στον Πόντο «Καλομήνας», στην Κύπρο «Πεντεφάς ή Πενταδείλινος», γιατί εξαιτίας του μεγάλου μήκους των ημερών του, αναγκάζονται να τρώνε 5 φορές την ημέρα. Επίσης Πράσινος και Λούλουδος.
ΕΡΓΑΣΙΕΣ:
Θερίζουν τα σανά, τη σίκαλη, τη βρώμη & το κριθάρι.
Σπέρνουν μπαμπάκι, καλαμπόκι.
Μεταφυτεύουν τα καπνά.
Φυτεύουν λαχανικά.
Κάνουν τα τελευταία «μπόλια» (=εμβολιασμούς).
Παρασκευή τυριού.
Κούρεμα προβάτων & γιδιών.
ΕΘΙΜΑ-ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ:
Τον Μάη απέφευγαν να κάνουν γάμους και σημαντικές εργασίες.
ΚΟΥΚΚΟΥΜΑΣ (Σύμη, 2/5). Στα πολύ παλιά χρόνια ο κουκκουμάς γινόταν σ’ όλες τις γειτονιές, για να δουν οι κοπέλες (οι κόρες όπως τις αποκαλούν εκεί) αυτόν που θα παντρευτούν. Αποβραδίς (1/5), μια κοπελιά που ζούσαν οι γονείς της έπαιρνε το «αμίλητο νερό» από 7 σπίτια, σ’ ένα δοχείο, που λεγόταν κουκκουμάρι, (απαραίτητο ήταν και στα 7 σπίτια, τη νοικοκυρά να την έλεγαν Ειρήνη). Έριχναν ύστερα όλες οι κοπέλες, στο κουκκουμάρι με το «αμίλητο νερό», τα δαχτυλίδια τους, το σκέπαζαν με κόκκινο πανί, το έδεναν με κόκκινη κορδέλα, έβαζαν από πάνω ένα κλειδί και έβγαζαν το κουκκουμάρι στο δώμα για να το δουν τ’ άστρα.
Την επόμενη, 2/5, μετά τη θεία λειτουργία, οι κοπελιές ετοίμαζαν φαγητά (συνήθως γιαπράκια, ντολμάδες δηλαδή) και γλυκά, καθώς και μια πίτα, με μπόλικο αλάτι και «αμίλητο νερό». Την πίτα την ετοίμαζαν ανάποδα. Με τα χέρια δηλ. πίσω θα κοσκίνιζαν το αλεύρι, θα ζύμωναν, θα φούρνιζαν και θα ξεφούρνιζαν την πίτα.
Μετά το φαγητό έβαζαν στη μέση ένα μεγάλο ταψί και μέσα σ’ αυτό το κουκκουμάρι, αφού το ξεσκέπαζαν και του έβαζαν βασιλικό και άλλα μυρωδικά φυτά, έπαιρναν όλες θέση γύρω του κι άρχιζαν να τραγουδούν σε επίσημη βυζαντινή μελωδία, χτυπώντας τα χέρια τους στο σινί (στρογγυλό χάλκινο ταψί):
Να βγάλουμε τον κουκκουμά, να ‘βγει η χαριτωμένη
να ‘βγει της Παναγιάς ο γιος και της κυράς η κόρη.
Να βγάλουμε τον κουκκουμά.
Στη μια του Μα, στις δυο του Μα, τον κουκκουμά να βγάλω
κι αν είναι καλορίζικος, τον αγαπώ θα πάρω.
Αϊ Θανάση αφέντη μου έβγα απ’ το θρανί σου
να δεις χαρές που γίνονται έξω απ’ το πλατύ σου.
Να βγάλουμε τον κουκκουμά.
Γύρω τριγύρω στο σινί, πέρδικες πλουμισμένες
και του καιρού χαρούμενες και καλοπαντρεμένες…
Το τραγούδι συναρπαστικό, κρατούσε πολλή ώρα. Έπειτα έβγαζαν το βασιλικό κι ένα ανήλικο κορίτσι, με τους γονείς της ζωντανούς, έπαιρνε ένα-ένα τα δαχτυλίδια από το κουκκουμάρι, λέγοντας ταυτόχρονα ένα ανδρικό όνομα.
Στη συνέχεια έτρωγαν την αλμυρή πίτα κι άρχιζαν το χορό, με συνοδεία λύρας και λαγούτου.
Κορίτσια τραγουδήστε και ρίξτε ένα γρόσι
να κάνουμε του λυριστή μαλαματένια στρώση…
Το βράδυ οι κοπελιές, μετά τον πολύ χορό και την αλμυρή πίτα, ήταν σίγουρο ότι θα δίψαγαν. Θα έβλεπαν στον ύπνο τους ότι πήγαν σε κάποιο σπίτι να πιουν νερό. Αν το σπίτι, που στ’ όνειρό της έβλεπε η κάθε κοπελιά, πως πήγε να πιει νερό, έχει γιο ανύπαντρο, με το όνομα που της φώναξαν, βγάζοντας το δαχτυλίδι της από το κουκκουμάρι, θεωρείτο «σίγουρο» πως αυτόν θα έπαιρνε για άντρα της.
ΤΑ ΑΝΑΣΤΕΝΑΡΙΑ
Πολυσυζητημένο έθιμο, που τελείται με μεγάλη δημοσιότητα, κατά το τριήμερο 21-23 Μάη, προς τιμήν των αγίων Κων/νου & Ελένης. Αποτελούν μία από τις πιο χαρακτηριστικές και ενδιαφέρουσες εκδηλώσεις της λαϊκής λατρείας με μορφή δρώμενου. Παλαιότερα γινόταν σε μικρή περιοχή της επαρχίας Σωζοαγαθουπόλεως της Β.Α. Θράκης. Μετά την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923, βάσει της συνθήκης της Λοζάννης, το έθιμο μεταφυτεύθηκε και ρίζωσε στη Μακεδονία. Στο τελετουργικό μέρος τους περιλαμβάνονται εκστατικοί χοροί, πομπικές περιφορές εικονισμάτων, αρχαιότροπη θυσία ζώου, χρήση αγιάσματος και εντυπωσιακή πυροβασία (περπάτημα πάνω σε αναμμένα κάρβουνα) των τελεστών Αναστενάρηδων, από την οποία κυρίως είναι γνωστό το δρώμενο. Τα όργανα λύρα και νταούλι, παίζουν σ’ όλες τις φάσεις της τελετουργίας, στη διάρκεια της οποίας ακούγονται και ειδικά τραγούδια.
Ένα από τα γνωστότερα έθιμα του Ν. Σερρών, που έγινε αντικείμενο έρευνας και μελέτης, τόσο των ελλήνων, όσο και των ξένων ερευνητών.
Τα αναστενάρια, μεταφυτευμένα από τους πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης στη Βόρεια Ελλάδα, τελούνται σε τέσσερα σημεία της χώρας αυτής, όπου είναι εγκατεστημένοι οι αναστενάρηδες. Τα μέρη αυτά είναι ο Λαγκαδάς, η Μελίκη Βέροιας, η Μαυρολεύκη Δράμας και η Αγία Ελένη Σερρών.
Το έθιμο αυτό έχει την αρχή του στην αρχαιότητα, που οπωσδήποτε αποτελεί συνέχεια λατρευτικών τελετών, προς τιμή του θεού Διόνυσου. Αυτό προκύπτει από την ομοιότητα των εθίμων που γινόταν τότε, αλλά και εξακολουθούν να γίνονται και τώρα, όπως η θυσία του ταύρου, η χρησιμοποίηση του ιαματικού νερού, των αγιασμάτων, ο χορός, τα όργανα, η φωτιά.
Οι αναστενάρηδες, έχουν ως ανώτατο αρχηγό τους το “αναστενάρικο εικόνισμα του Αγίου” και ανώτατο ιεράρχη τους, τον Αρχιαναστενάρη.
Οι εικόνες που κουβαλούν οι αναστενάρηδες μαζί τους, είναι οι λεγόμενες “χάρες” και παριστάνουν το ιερό ζεύγος των Αγίων και οι οποίες τους δίνουν την ικανότητα να βαδίζουν στη φωτιά.
Παρατηρώντας τον χορό των αναστενάρηδων, σ’ όλη τη διάρκεια του εθίμου, έκρινα σωστό να ταξινομηθεί σε τρεις φάσεις: α) πριν την πυροβασία β) κατά το ξεκίνημα και γ) κατά την επιστροφή από την πυροβασία.
α) ο χορός πριν την πυροβασία
Ο χορός αρχίζει μέσα στο κονάκι, (δηλ. τα σπίτια των αρχιαναστενάρηδων, όπου φυλάσσονται οι εικόνες των Αγίων), όπου τελείται η αγρυπνία και γενικώς η προετοιμασία των μυστών για την οιστροπληξία (παραφροσύνη). Αυτή κορυφώνεται στις 21 Μαΐου και παρέχει τη δυνατότητα της πυροβασίας, καθώς επίσης, εξασφαλίζει στους πιστούς την ακαΐα. Ο χορός αρχίζει συγκεκριμένα, από τότε που οι “χάρες” εγκαλούν τον αναστενάρη. Όταν λένε ότι “η εικόνα εγκαλεί τον καθαρό άνθρωπο”, εννοούν ότι ο προσκαλεσμένος αισθάνεται μέσα του την ανάγκη να χορέψει αδίστακτα και αφοσιωμένα, μαζί με τις “χάρες”.
Αφού, λοιπόν, συμβούν όλα αυτά, οι αναστενάρηδες αρχίζουν τον χορό. Κάνουν βήματα μπροστά (τροχαίους και ιάμβους ) και γυρίζουν όμοια πίσω, χτυπώντας τα πόδια ρυθμικά, πότε ελαφρά, πότε βαριά, υψώνουν τα χέρια δεκτικά, τα συμπλέκουν πάνω από το κεφάλι, τα φέρνουν πλάγια, σκύβουν γυρτά προς το ένα μέρος.
Τέλος, κάποτε, παύει ο χορός. Τότε, σταυροκοπιούνται, κάνουν μετάνοιες, θυμιατίζουν και αποσύρονται σε μία γωνιά σιωπηλοί.
Τα όργανα παίζουν όλη αυτή την ώρα της αγωνίας τους και οι παρόντες τραγουδούν.
Στα αναστενάρια, οι οργανοπαίκτες είναι η μεγάλη δύναμη, που οδηγεί τους χορευτές στο ρυθμό και τους συγκλονίζει και τους οιστρηλατεί. Κι αυτοί οι ίδιοι είναι μυημένοι, παίζουν τα όργανα τους με πάθος, συγκλονίζονται οι ίδιοι, συμπάσχουν, σκύβουν, υψώνουν το κεφάλι με τα μάτια ψηλά, καμπουριάζουν και με τα πόδια κρατούν το ρυθμό, χωρίς κανένα παραπάτημα.
Τα όργανα τους είναι η γκάιντα, η λύρα, το νταούλι και το καβάλι, που σήμερα δεν υπάρχει.
β) ο χορός κατά το ξεκίνημα και την πυροβασία
Η πομπή ξεκινά από το κονάκι. Έξω, στον αυλόγυρο του κονακιού, σχηματίζεται ο κυκλικός χορός. Ενώ τα όργανα παίζουν και το βήμα ρυθμίζεται από την έρρυθμη μουσική, βγαίνουν χορεύοντας οι αναστενάρηδες, προηγουμένου του αρχιαναστενάρη, κατευθυνόμενοι από το κονάκι προς το αλάνι. Εκεί τα όργανα παίρνουν θέση γύρω από τη φωτιά.
Αφού οι αναστενάρηδες χορεύοντας καλύψουν τρεις γύρους γύρω από τη θρακιά, ξεκινούν την πυροβασία. Ο χορός κατά την πυροβασία είναι σε ρυθμό 2/4 και οργιώδης, χαρακτηριζόμενος από πολλά γρήγορα πηδήματα, με μικρά βήματα και περιστροφές. Ο χορός τους διαρκεί γύρω στις δύο με τρεις ώρες, ώσπου δηλαδή, να σβήσουν τη φωτιά.
γ) ο χορός κατά την επιστροφή από την πυροβασία
Η επιστροφή γίνεται και πάλι πομπική. Οι αναστενάρηδες χορεύουν, έως ότου όλη η πομπή φθάσει στο κονάκι. Μετά την εναπόθεση των εικόνων στο εικονοστάσιο, ξαναρχίζει ο χορός, όταν οι αναστενάρηδες με όλη τους την ψυχή, εκτελούν τον προτελευταίο του χορό.
Τέλος, ο αρχιαναστενάρης μαζί με τα όργανα, βγαίνει χωρίς τις εικόνες στον αυλόγυρο. Εκεί στήνεται ο ύστατος χορός. Τα όργανα και ο ρυθμός ανάβουν. Στον κυκλικό αυτό χορό προηγείται ο αρχιαναστενάρης και ακολουθεί ο μεγάλος κύκλος του λαϊκού χορού, που πηδούν ρυθμικά. Συμπληρώνοντας τους τρεις γύρους, ο αρχιαναστενάρης λύνει τον κύκλο και κάνει την απόλυση.
Θεωρώντας την πλήρη περιγραφή της διεξαγωγής της τελετής, όπως αυτή παρουσιάζεται ανά τον κόσμο, μη άμεσου ενδιαφέροντος, θα αρκεσθούμε να καταγράψουμε αυτήν, όπως διεξάγεται στον ελλαδικό χώρο.
Η προετοιμασία, λοιπόν, αρχίζει από τις 27 Οκτωβρίου, όταν αρχίζουν να μαζεύουν τα χρήματα “δι’ αγερμών”, ποσό με εράνους δηλαδή, για να αγορασθεί το ζώο, που θα θυσιαστεί την 21η Μαΐου. Η 27η Οκτωβρίου στην αρχαιότητα, ήταν “των μυστηρίων ημέρα πρώτη”. Την 18η Ιανουαρίου αγοράζεται το λεγόμενο ¨μπικάδι” ή “μπουγά” ή “κουρμπάνι” , δηλαδή το ζώο για τη σφαγή. Το ζώο, ακολουθώντας την παράδοση, πρέπει να είναι ενός, τριών ή πέντε χρονών, δηλαδή με μονά έτη ηλικίας και ακόμη να είναι άζευκτο.
Η κυρίως τελετή ξεκινά με την προετοιμασία των αναστενάρηδων, κατά την παραμονή της 21ης Μαΐου. Αναστενάρης μπορεί να γίνει οποιασδήποτε ηλικίας άτομο, αρσενικού ή θηλυκού γένους. Όλοι μαζεύονται στο “κονάκι” του αρχιαναστενάρη, όπου ακολουθείται κατά γράμμα η ίδια διαδικασία κάθε χρόνο, όπως άλλωστε και σ’ όλη την τελετή. Το κονάκι έχει διαμορφωθεί κατάλληλα για να υποδεχθεί τους φιλοξενούμενους, έχει στολισθεί, ενώ ιδιαίτερα έχει στολισθεί η εικόνα του Αγίου Κωνσταντίνου και της Αγίας Ελένης με αφιερώματα, μαντηλάκια, κορδέλες κ.α. Επίσης, τοποθετούνται σε σχήμα σταυρού μερικά κεριά.
Η ψυχική προπαρασκευή για τη σωστή διεξαγωγή της τελετής της απώτερης ημέρας είναι ο απώτερος σκοπός αυτής της συγκέντρωσης. Αυτό φαίνεται να επιτυγχάνεται με την αυτοσυγκέντρωση που επιχειρείται, με τους εκκλησιαστικούς ψαλμούς και ύμνους, αλλά και με τα διάφορα θυμιατίσματα από λιβάνι, το οποίο δημιουργεί μια ομιχλώδη ατμόσφαιρα. Ακόμη, το ασταμάτητο και εκνευριστικό – για τους αμύητους – παίξιμο του νταουλιού, της τρίχορδης θρακικής λύρας και της γκάιντας επιτείνει την προετοιμασία του οίστρου και αποτελεί το “εξοργίζον τη ψυχή μέλος, το μανίας επαγωγόν”, κατά τον Αισχύλο. Ο χορός ξεκινά και συνεχίζεται μέσα στην ήδη βαριά διαμορφωμένη ατμόσφαιρα, όπως περιγράφεται παραπάνω.
Το πρωί της 21ης Μαΐου, μετά τον εκκλησιασμό, σφάζεται το ιερό ζώο σε ειδική τελετή και αφού τεμαχισθεί μοιράζεται στους αναστενάρηδες. Μετά τη σφαγή ακολουθεί χορός και προσκύνημα των εικόνων έξω από το κονάκι του αρχιαναστενάρη, με τη συνοδεία των οργάνων, καθώς και η πομπή, που επισκέπτεται διάφορα κονάκια. Αυτό συνεχίζεται μέχρι το μεσημέρι, οπότε ακολουθεί ξεκούραση.
Θα είναι γύρω στις πέντε το απόγευμα της 21ης Μαΐου, όταν ο χώρος της πυροβασίας θα αρχίσει να ετοιμάζεται. Η φωτιά ανάβει από το άγιο φως που καίει ασταμάτητα όλο το χρόνο μπροστά στα εικονίσματα των Αγίων. Μετά από μία περίπου ώρα, σχηματίζεται η δέουσα ανθρακιά διαμέτρου τριών έως τεσσάρων μέτρων και πάχους οκτώ έως δέκα εκατοστών. Από το σπίτι του αρχιαναστενάρη ξεκινά η πομπή, που αποτελείται από τους οργανοπαίκτες, παιδιά με λαμπάδες και τους αναστενάρηδες με το χορευτικό βηματισμό τους. Φθάνοντας στη φωτιά, οι αναστενάρηδες κάνουν έναν κύκλο γύρω από τη φωτιά χορεύοντας και ύστερα αρχίζουν να μπαίνουν στην ανθρακιά πατώντας αρχικά τα μικρά καρβουνάκια γύρω-γύρω, σα να θέλουν να δοκιμάσουν την ακαϊα τους. Με επικεφαλή τον αρχιαναστενάρη, υψώνουν τα εικονίσματα και διασχίζουν σταυρωτά το αλώνι με τα κάρβουνα. Κατόπιν, ο καθένας τους μάλλον αυτοσχεδιάζει, αφού δεν ακολουθείται κάποια συγκεκριμένη πορεία. Κατά τη διάρκεια της πυροβασίας, οι συμμετέχοντες αναστενάζουν λέγοντας “ιχ-ιχ, αχ-αχ, εχ-εχ, οχ-οχ” ή “άντε-άντε” ή σφυρίζοντας “σσσσσ”. Τα παραπάνω υποστηρίζεται, πως αποτελούν απομεινάρι του επιφωνήματος “Ίακχε-Βάκχε”, που στην αρχαιότητα ήταν το μυστηριακό όνομα του Διόνυσου.
Τα γρήγορα χορευτικά βήματα πάνω στη θράκα, από τη μία όχθη ως στην άλλη, δεν είναι παραπάνω από 5-8 περίπου, κάθε φορά. Η θερμοκρασία της θράκας ανέρχεται σε 220 βαθμούς Κελσίου και φθάνει μέχρι τους 450. Παρατηρήσεις απέδειξαν πως η διάρκεια επαφής του γυμνού πέλματος κάθε φορά με τη φωτιά είναι 0,30 ως 0,50 δευτερόλεπτα.
Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με τη μαρτυρία του γιατρού Ε. Ευαγγελίου, στις 21 Ιουλίου 1963, ομάδα νεαρών προέβησαν σε πυροβασία, χωρίς να ακολουθήσουν την καθιερωμένη τελετουργική διαδικασία και χωρίς να υπάρχουν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της τελετής (θυσία ζώου, μουσική, τραγούδια, χορός, έκσταση κ.λ.π
«ΠΙΠΕΡΟΥΓΓΑ» (Θράκης): Άλλη μια πολιτιστικοθρεσκευτική εκδήλωση. Αυτή γινόταν την άνοιξη, Μάιο με Ιούνιο. Όχι, βέβαια, κάθε χρόνο. Είχε την ιδιαιτερότητα, να γίνεται στα χρόνια της λειψυδρίας και πάντα την άνοιξη. Με την ανομβρία τα σπαρτά δεν αναπτυσσόταν, κιτρίνιζαν. Το αποτέλεσμα σε αυτές τις περιπτώσεις: δε θέριζαν. Και αν θέριζαν, η παραγωγή ήταν πάρα πολύ μειωμένη. Σαν αποτέλεσμα, βέβαιος λιμός. Κάτω, λοιπόν, από αυτήν την απειλή προέβηκαν σε ενέργειες, όπως οι λιτανείες με παπάδες στα μοναστήρια τους, θεωρούμενα δικά τους.
Μαζευόταν όλοι χωριανοί την ημέρα που οριζόταν. Πάντα Κυριακή γινόταν λειτουργία. Έσφαζαν ζώα, λεγόμενη θυσία προς το Θεό να βρέξει. Χορός, τραγούδια κτλ. Εάν μετά τη λιτανεία και σε διάστημα μιας εβδομάδας τυχόν έβρεχε, ήταν, βέβαια, χάρη στη λιτανεία προς το Θεό τους. Λυπήθηκε και έβρεξε. Στην αντίθετη περίπτωση δεν έβρεχε.
Τότε εκφραζόταν διαφορετικά, λέγοντας ότι ο κόσμος έχει αμαρτάνει τόσο που ούτε ο θεός δεν μπορεί να τους συγχωρέσει. Και γι’ αυτό δε βρέχει. Και αποδίδουν την ευθύνη στον εαυτό τους. Τότε, ο τελευταίος τρόπος ήταν να κάνουν Πιπερούγγα. Ήταν και αυτή δέηση προς το Θεό. Την προσεχή Κυριακή οριζόταν. Η πρωτοβουλία σε αυτήν την πράξη άνηκε εκατό τοις εκατό στις γυναίκες. Καμιά συμμετοχή από άνδρες. Την ημέρα που οριζόταν να γίνει η Πιπερούγγα, έβγαιναν έξω από το χωριό. Μάζευαν αγριολούλουδα, ειδικά αυτά που φύτρωναν μέσα στα τσαλιά, λεγόμενες κοκομίξεις. Έχουν φύλλα στενόμακρα και τον ανθό τους τον βγάζουν στη μέση, μια υψηλή φούντα. Κουκομίξεις έχουν το ιδίωμα να κρατούν το νερό.
Στην πιπερούγγα το ρόλο τον παίζει ένα κοριτσάκι, έως δέκα χρονών το πολύ, και αποκλειστικά να είναι ορφανό από μάνα και πατέρα, να έχουν πεθάνει. Το κοριτσάκι αυτό το ντύνανε, όλο το σώμα του, με φύλλα κοκομίξας, διότι έχει το ιδίωμα να αποβάλλει το νερό. Τα φύλλα της κοκομίξας εφαρμοζόταν με τέτοιον τρόπο επάνω στο σώμα του μικρού κοριτσιού, πάντα σαν σωστή φορεσιά.
Περνούσαν ένα – ένα φύλλο σε γερή κλωστή, σε αρμάθες, όπως περνούν τον καπνό. Κάθε αρμάθα κανονιζόταν ίσια που να φέρει έναν κύκλο το σώμα του κοριτσιού. Αρχινούσε το ντύσιμο από το λαιμό κυκλικά και έφτανε έως το γόνατο. Και στο κεφάλι του πάλι με το ίδιο υλικό γινόταν μαντίλα. Όταν ολοκληρωνόταν το ντύσιμο, το κοριτσάκι φάνταζε σαν Σαρακατσάνα από τα νύχια έως την κορυφή.
Αφού τελειώνει το λεγόμενο ντύσιμο, η συμμετοχή ήταν μεγάλη, σχεδόν από όλες τις γυναίκες του χωριού. Και προτού ξεκινήσουν το παίξιμο σπίτι – σπίτι, γινόταν η απαιτούμενη πρόβα με τη διαπίστωση εάν όλα έχον γίνει σωστά.
Μεγαλύτερη προσοχή δίνανε στις κινήσεις του κοριτσιού, αφού αυτό είναι πρωταγωνιστής του θιάσου. Άρχιζαν να τραγουδούν τους εξής στίχους, όπως:
“Πιπερούγγα περπατεί για να βρέξει μια βροχή. Για τα στάρια, για τα κθάρια, για του Θεού το μπερεκέτι”.
Αυτός ήταν ο μοναδικός στίχος και επαναλαμβανόταν συνέχεια. Αυτό συνεχιζόταν και στην πορεία, πηγαίνοντας από σπίτι σε σπίτι. Η κίνηση της Πιπερούγγας περιοριζόταν στη μοναδική κίνηση με το στίχο.
Περνούσε γύρω – γύρω, χωρίς βήματα και στη θέση θυμιατών. Και όπως γύριζε με το ρυθμό του, με το προσωπάκι του αντίκριζε τους πάντες, με τα ορθάνοιχτα πονεμένα ματάκια του σαν να θέλει να αντικρίσει τη μανούλα του που έχει πεθάνει. Το κοριτσάκι αυτό είναι τη στιγμή τόσο επιφορτισμένο με τα συναισθήματα της ορφάνιας, που από την αρχή του παιξίματος συνέχεια τα δάκρυα από τα ματάκια του τρέχουν.
Δε φτάνουν όλα αυτά στο κοριτσάκι και κατά τη διάρκεια του παιξίματος η κάθε νοικοκυρά ρίχνει νερό επάνω στο σώμα του, λέγοντας: “Βρέξι, θεέ μου, βρέξι”. Η νοοτροπία ήταν, όσο πιο πολύ νερό ρίξει στο σώμα του κοριτσιού, τόσο πολύ θα βρέξει και ο Θεός, έχοντας την αυταπάτη ότι το κοριτσάκι δε βρέχεται, το προστατεύουν οι κοκομίξεις (για αδιάβροχα δε μιλάμε, για την εποχή είναι άγνωστα). Πάντως, το νερό περνούσε όλο στο σώμα του κοριτσιού. Ψυχή και σώμα βρεγμένα.
Σκέψη να γίνει Πιπερούγγα κοριτσάκι να έχει γονείς και να ζει φυσιολογική ζωή δε γίνεται. Με το σκεπτικό, ότι δε θα το λυπηθεί ο Θεός να βρέξει.
Σε αυτήν την περίπτωση για πληρωμή δε δίνουν σιτάρι. Δίνουν αλεύρι, λάδι, τυρί και αβγά. Αφού τελειώσουν, όλο το χωριό, πηγαίνουν σε σπίτι, βάζουν στεγνά ρούχα στην Πιπερούγγα και με τα υλικά που έχουν μαζέψει έφτιαχναν πίτες και τις έψηναν σε ένα φούρνο. Μαζεύονται όλες οι γυναίκες, τραγουδούν τραγούδια της Άνοιξης, οπότε τερματίζεται και αυτή η δέηση προς το θεό για βροχή.
«ΖΑΦΕΙΡΗΣ» (Ζαγόρι Ηπείρου). Ένα παιχνίδι που βρισκόταν στο μεταίχμιο με τη μαγεία. Το έπαιζαν τα κορίτσια την Πρωτομαγιά, αλλά κι όλες τις Κυριακές του Μάη. Ένα παιδί προσποιούταν ότι πέθανε και τότε τα κορίτσια το στόλιζαν με άνθη και πράσινα κλαδιά, μοιρολογώντας το. Ξαφνικά όμως ο «Ζαφείρης» σηκωνόταν και το παιχνίδι συνεχιζόταν πάνω στα καταπράσινα χωράφια. Τον «Ζαφείρη» τον παριστούσαν επίσης με μια κούκλα, ένα σταυρόσχημο ξύλινο σκελετό, ντυμένο με πολύχρωμα ρούχα. Πίστευαν ότι μ’ αυτό το παιχνίδι «πρόκοβαν τα χωράφια».
«ΦΟΥΣΚΟΔΕΝΤΡΙ» (Καστανιά Στυμφαλίας). Όμοιο παιχνίδι με τον «Ζαφείρη».
«ΟΙ ΜΑΗΔΕΣ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ». Δρώμενο, κατά το οποίο περιφέρουν έναν νέο, το Μαγιόπουλο, στολισμένο με λουλούδια και φύλλα, συνοδευόμενο από προσωπιδοφόρους, στους δρόμους των χωριών και κάνουν αναπαράσταση γάμου, θανάτου του γαμπρού και ανάστασής του, με μαγιάτικα τραγούδια.
ΓΙΟΡΤΕΣ:ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ (1/5). Γιορταστική απεργία των εργαζομένων. Βιώνεται σαν οριστική νίκη της φύσης, στον αγώνα της για νέα καρποφορία. Την ημέρα αυτή συνηθίζεται να πλέκουν στεφάνια, με λουλούδια, στάχυα και ένα σκόρδο ή ένα αγκάθι για τον βάσκανο οφθαλμό, τους ΜΑΗΔΕΣ, για την ευφορία της γης.
Τα κρεμούν πάνω από τις εξώπορτες ή στους εξώστες των σπιτιών μέχρι τις 24 Ιουνίου, το θερινό ηλιοστάσιο, οπότε κατά το έθιμο, τουλάχιστο παλαιότερα, τα έκαιγαν στις φωτιές του Αϊ-Γιάννη.
ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ (11/5). Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους.
ΚΩΝ/ΝΟΥ & ΕΛΕΝΗΣ (21/5).
ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:«Στον καταραμένο τόπο (στων αμαρτωλών τη χώρα), Μάη μήνα βρέχει».
«Ζήσε, Μάη μου, να φας τριφύλλι».
«Μάης άβροχος, τρυγητής άμετρος».
«Μην βγάλεις μήτε μπάλωμα, πριν βγει ο Μάιος μήνας».
(Πηγή: 24grammata.com/ Λαογραφία)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου